- αθέρμιστος
- -η, -ο [θερμίζω]1. λέγεται για το λάδι όταν αυτό προέρχεται από ελιές που δεν περιχύθηκαν με καυτό νερό πριν πιεστούν2. (για βούτυρο κ.λπ.) αυτός που δεν θερμάνθηκε, δεν ζεματίστηκε για να απαλλαγεί από τις ξένες ουσίες που περιέχει3. (για φαγητά) που δεν περιχύθηκε με καυτό βούτυρο, λάδι κ.λπ.4. (για πράγματα) που δεν καθαρίστηκε με θερμό, δηλ. με νερό βραστό στάχτης («αθέρμιστα ρούχα»).
Dictionary of Greek. 2013.